- παρατηρήσεως
- παρατηρήσεω̆ς , παρατήρησιςobservationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
наблюдениѥ — НАБЛЮДЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Наблюдение: бѣжанье. едiно мѣсто наблюдень˫а: еда в то мѣсто впаде(м). (διὰ παρατηρήσεως) ФСт XIV, 192в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
назирати — НАЗИРА|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1. Наблюдать: по се(м). вътороѥ твори(т). и пакы г҃и поми(л) в͠і... и игѹмена назира˫а. и томѹ послѣдѹ˫а. УСт XII/XIII, 267; комѹ сини ѡчи. не прѣбывающимъ ли въ винѣ. не назирающимъ ли къде пирове бывають. СбТр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αζιμούθιο — (Αστρον.). Όρος της αστρονομίας που δηλώνει τη γωνία που μετριέται κατά την ανοδική φορά, από τον νότο (S) προς τα δυτικά (Ο), μεταξύ δύο επιπέδων που περιέχουν την κατακόρυφο του παρατηρητή και διέρχονται το ένα από το σημείο του ορίζοντα Νότος… … Dictionary of Greek
αθεωρησία — ἀθεωρησία, η (Α) [ἀθεώρητος] έλλειψη παρατηρήσεως, άγνοια … Dictionary of Greek
ευπαρατήρητος — η, ο (Α εὐπαρατήρητος, ον) [παρατηρώ] αυτός που παρατηρείται εύκολα, που διακρίνεται εύκολα, ο ευδιάκριτος νεοελλ. ο άξιος παρατηρήσεως, ο αξιοσημείωτος … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1866 – Αθήνα 1949). Φυσικός. Υφηγητής της πειραματικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1900, επιμελητής του εργαστηρίου φυσικής το 1903, καθηγητής από το 1912 έως το 1938. Στις προσπάθειές του οφείλεται ο πρώτος αξιόλογος επιστημονικός… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия